Κατηγορία
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΑΓΡΟΤΟΣΠΙΤΑ
Τεχνική Έκθεση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το παραδοσιακό κρητικό αγροτόσπιτο αποτελεί ένα σημαντικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής, το οποίο συνδυάζει την απλότητα με τη λειτουργικότητα, σε πλήρη αρμονία με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κατασκευάζεται, σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες της αγροτικής ζωής. Η διαμόρφωση του καθορίστηκε από τη γεωγραφική θέση, τα διαθέσιμα υλικά, τις κλιματικές συνθήκες και τις κοινωνικοοικονομικές ανάγκες των κατοίκων της υπαίθρου της Κρήτης. Το παραδοσιακό αγροτικό σπίτι της ενδοχώρας του Ηρακλείου διαμορφώνεται κάθε φορά στο περιβάλλον του παραδοσιακού αγροτικού οικισμού στο οποίο βρίσκεται. Και καθορίζεται από την συνολική φυσιογνωμία του οικισμού και του φυσικού – αγροτικού χώρου που το περιβάλλει.
Τα παραδοσιακά χωριά της αγροτικής ενδοχώρας του Ηρακλείου χαρακτηρίζονται από μια αρχιτεκτονική και διάρθρωση που προσαρμόζεται στο φυσικό περιβάλλον και τις ανάγκες των κατοίκων.
Ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που τα καθορίζουν είναι:
- Ενσωμάτωση των κτιρίων με το τοπίο: Τα αγροτικά σπίτια και κτίρια που συγκροτούν το παραδοσιακό χωριό είναι χαμηλά (συνήθως μονόροφα και διώροφα), κατασκευασμένα από τοπικά υλικά (κυρίως πέτρα και ξύλο), και ενσωματώνονται αρμονικά στο τοπίο.
- Κτίρια με λιτές γραμμές: Η αρχιτεκτονική των σπιτιών συνήθως χαρακτηρίζεται από λιτές και λειτουργικές γραμμές, με μικρά ανοίγματα.
- Κυρίαρχα υλικά: Η πέτρα χρησιμοποιείται εκτενώς για τους τοίχους και τα δάπεδα, ενώ το ξύλο χρησιμοποιείται για τη στέγη και τα ανοίγματα.
- Αυτονομία και ανεξαρτησία: Οι παραδοσιακοί οικισμοί συχνά έχουν μια αυθόρμητα δομημένη διάταξη, με τα σπίτια να είναι χτισμένα κοντά το ένα στον άλλο, δημιουργώντας μικρούς οικιστικούς πυρήνες που πολλές φορές αντιστοιχούν σε «οικογεννειακές» γειτονιές , δεδομένου ότι η παραδοσιακή αγροτική κρητική κοινωνία δίνει μεγάλη σημασία στην οικογένεια, την αλληλεγγύη και τη φιλοξενία, και οι κοινωνικές εκδηλώσεις (όπως οι γάμοι, οι γιορτές και οι πανηγύρια) παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του χωριού.
- Μικρές πλατείες και σοκάκια: Ο κεντρικός χώρος είναι συνήθως η πλατεία του χωριού που πολλές φορές ταυτίζεται με την αυλή της εκκλησίας, η οποία λειτουργεί ως σημείο συνάντησης των κατοίκων αφού ο θρησκευτικός χαρακτήρας είναι έντονος στα παραδοσιακά κρητικά χωριά.
Τα παραδοσιακά χωριά του Ηρακλείου κτίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές και τοποθεσίες, που εξασφαλίζουν την προστασία, την αυτονομία και την πρόσβαση στους πόρους που ήταν απαραίτητοι για την επιβίωση των κατοίκων. Τα βασικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την επιλογή των θέσεων αυτών είναι:
Τα περισσότερα χωριά είναι χτισμένα σε ορεινές ή λοφώδεις περιοχές, κυρίως για λόγους προστασίας, για να είναι κοντά σε φυσικές πηγές νερού και κυρίως για να αφήνουν ελεύθερη την καλλιεργήσιμη γη, αφού συνδέονται κυρίως με γεωργικές περιοχές, όπως οι ελαιώνες, τα αμπέλια και άλλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η γεωργία αποτελούσε πάντα την κύρια πηγή διαβίωσης και τα χωριά τοποθετούνταν κοντά σε αυτές τις περιοχές για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των αγροτών.
Σε πολλά χωριά η επιλογή της τοποθεσίας τους επηρεάζεται και από τη στρατηγική θέση, κοντά η πάνω σε σημαντικούς οδικούς άξονες ή μονοπάτια, για να διευκολύνουν την επικοινωνία με άλλες περιοχές.
Σε άλλες περιπτώσεις η ύπαρξη σημαντικών ιερών τόπων επηρεάζει επίσης την ανάπτυξη οικισμών και για το λόγο αυτό πολλά παραδοσιακά χωριά του Ηρακλείου είναι χτισμένα κοντά σε εκκλησίες ή μοναστήρια, τα οποία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της περιοχής.
Γενικά οι αγροτικοί οικισμοί του Ηρακλείου χαρακτηρίζονται από τον μεγάλο βαθμό ένταξης τους στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, κατά τρόπο που αξιοποιώντας σημαντικά φυσικά στοιχεία στην πολεοδομική τους σύνθεση, προσφέρουν σχεδόν μια μοναδική και ξεχωριστή εικόνα. Στη διάταξη τους οι οικισμοί παρουσιάζονται κυρίως αμφιθεατρικά είτε σε πλαγιές είτε στην κορυφή μικρού λόφου η έξαρσης.
Η δόμηση τους είναι κατά κανόνα, πυκνή και συνεχής, παρουσιάζοντας μια εικόνα έντονης συνεκτικότητας Τα περιγράμματα των οικισμών είναι σαφή και καθορίζονται κατά κύριο λόγο από τα φυσικά εμπόδια. Η μορφή των οικισμών, ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και ανάλογα μπορεί να είναι γραμμικό, κυκλικό η πεταλοειδές.
Οι δρόμοι όλων των οικισμών είναι συνήθως στενοί, παράλληλοι και κάθετοι στις υψομετρικές καμπύλες και δημιουργούν ένα πυκνό δίκτυο, δημιουργώντας μεταξύ τους μικρά οικοδομικά τετράγωνα. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν αδιέξοδα που χρησιμοποιούνται σαν αυλές και όταν οι κάθετοι στις καμπύλες δρόμοι έχουν μεγάλες κλίσεις, διαμορφώνονται με σκαλοπάτια που παρακολουθούν το βήμα των ζώων. Παλιότερα ήταν λιθόστρωτοι με μικρές πέτρες η χαλίκια.
Οι επιφάνειες των όψεων των κατοικιών είναι σε διαφορετικά επίπεδα και με τα διάφορα άλλα στοιχεία όπως σκάλες, κληματαριές, καμινάδες κλπ, δημιουργούν μια μεγάλη ποικιλία εικόνων ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον, συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό σύνολο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι απλές μορφές των πέτρινων σπιτιών, ταυτίζονται τόσο με το βραχώδες τοπίο που δύσκολα ξεχωρίζουν.
Ποικιλία υπάρχει και στα ύψη των σπιτιών, είτε αυτά έχουν δώματα ή σπανιότερα στέγες. Η ποικιλία αυτή των όψεων, τα πλατώματα που δημιουργούνται, οι φυγές, ο τεθλασμένος άξονας των δρόμων, αλλά και οι πέργκολες που πολλές φορές σκεπάζουν ένα κομμάτι του δώματος η της αυλής δίνουν στους οικισμούς έναν ιδιόμορφο και αξιόλογο πολεοδομικό χαρακτήρα. Οι κυβικές μορφές των πέτρινων σπιτιών, η ποικιλία των δωμάτων των σπιτιών κι οι καμινάδες είναι στοιχεία που συγκεκριμενοποιούν την εικόνα του οικισμού.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι τα παραδοσιακά αγροτικά χωριά της περιοχής του Ηρακλείου χαρακτηρίζονται από την αυθόρμητη ανάπτυξη, την προσαρμογή στο ανάγλυφο της περιοχής, την απλότητα και την λειτουργικότητα της αρχιτεκτονικής τους. Οι κατασκευές και οι δομές τους αντικατοπτρίζουν απλά τις ανάγκες των κατοίκων για επιβίωση και ευημερία μέσα σε ένα δύσκολο συχνά για την επιβίωση τους περιβάλλον (κοινωνικό – ιστορικό).
Υλικά Κατασκευής
Κύρια υλικά κατασκευής στα παλαιότερα κτίσματα είναι η τοπική πέτρα, το ξύλο και το χώμα, που χρησιμοποιούνται σχεδόν στην φυσική τους κατάσταση ή πολύ λίγο επεξεργασμένα, δίδοντας έτσι τόσο στην μορφή όσο και στην κατασκευή τον αρχέγονο χαρακτήρα του προϊστορικού μινωικού σπιτιού.
Συνοπτικά τα βασικά υλικά κατασκευής ήταν:
- Πέτρα: ντόπια, συχνά ακατέργαστη ή ελαφρώς δουλεμένη.
- Ξύλο: κυρίως κυπαρίσσι ή καστανιά για τις οροφές, πόρτες και παράθυρα.
- Χώμα και άχυρο: για την παραγωγή πηλοκονιαμάτων ή πλίνθων.
- Ασβέστης: για επίχρισμα και αντισηπτικές ιδιότητες.
- Κεραμίδια ή επίπεδες πλάκες: σε ορισμένες περιοχές.
Τα παραδοσιακά λατομεία της Κρήτης εντοπίζονται σε γεωλογικές ζώνες όπου κυριαρχούν:
- Ασβεστόλιθοι (λευκοί, γκρι, κιτρινωποί)
- Ψαμμίτες
- Σχιστόλιθοι και μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι
Τα λατομεία ήταν επιφανειακά, υπόγεια, η ημιυπόγεια ημε τη μορφή ανοιγμάτων στα πρανή ή κοιλότητες με διαδοχικά επίπεδα εξόρυξης. Η επιλογή της θέσης σχετιζόταν με την ποιότητα της πέτρας, την προσβασιμότητα και την εγγύτητα σε οικισμούς ή εργοτάξια. Σημαντικά παραδοσιακά λατομεία εντοπίζονται στην περιοχή των Σπηλίων της Κνωσού, στην περιοχή της αρχαίας Γόρτυνας καθώς και στις περιοχές Χερσονήσου και Μαλίων.
Κατασκευαστικές Τεχνικές και Εργαλεία
Η κατασκευή παλαιότερα γινόταν με χειρωνακτικά μέσα και βασιζόταν στην εμπειρική γνώση των τεχνιτών.
Οι τεχνικές που ανιχνεύουμε στην κατασκευή είναι γενικά κοινές στην λαική παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ανάμεσα στα άλλα στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Τοίχους με πάχος από 50 έως 70εκ. για σταθερότητα και μόνωση.
- Χρήση παραδοσιακών εργαλείων και μεθόδων επεξεργασίας της πέτρας.
- Η κατασκευή ήτασυνεργατική, με συμμετοχή της κοινότητας (κολληγιά).
Χαρακτηριστικά Στοιχεία των Αγροτόσπιτων
Τα αγροτόσπιτα της Κρήτης χαρακτηρίζονται από:
- Μικρές διαστάσεις και λιτή μορφολογία.
- Περιορισμένα ανοίγματα (πόρτες και παράθυρα) για προστασία από τον ήλιο και τον αέρα.
- Συνήθως επίπεδα δώματα ή μονόριχτες στέγες.
- Μικρές αυλές με φούρνο,, σε ορισμένες περιπτώσεις πηγάδι η στέρνα.
Γενικά η μορφή και η τυπολογία του παραδοσιακού σπιτιού των χωριών του Ηρακλείου αντικατοπτρίζει την ανάγκη για πρακτικότητα, προστασία και προσαρμογή στο τοπικό κλίμα και το φυσικό περιβάλλον. Δεδομένου ότι στην αγροτική ενδοχώρα του Ηρακλείου διακρίνουμε ποικιλία εδαφικών και κλιματικών χαρακτηριστικών, τα παραδοσιακά σπίτια διαφοροποιούνται σε κάποιες περιοχές, αλλά υπάρχουν κοινά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη συνολική αρχιτεκτονική.
Η διάγνωση του πρωταρχικού τύπου των κατοικιών των αγροτικών οικισμών σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι δυνατή λόγω της παλαιότητας και τις ανακατασκευές και προσθήκες που έχουν υποστεί με το πέρασμα των χρόνων. Εντυπωσιακή ανανέωση κελυφών και μορφών φαίνεται να παρουσιάζεται μεταπολεμικά με κύρια χαρακτηριστικά τον μορφολογικό εμπλουτισμό την τάση για διωροφία και την αύξηση και μεγέθυνση των ανοιγμάτων.
Το παλαιότερο λαϊκό αγροτικό σπίτι είναι κατά κύριο λόγο λιτό, με απλή κυβική μορφή και μ’ ελάχιστα ανοίγματα. Οι παλαιότεροι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν στη φυσική τους κατάσταση ή πολύ λίγο επεξεργασμένα τα υλικά, με μια πρωτόγονη αίσθηση της ύλης, συνεχίζοντας έτσι στη μορφή αλλά και στην κατασκευή τον αρχέγονο τύπο του προϊστορικού (μινωικού) σπιτιού της ανατολικής Κρήτης.
Στους περισσότερους οικισμούς το πρώιμο – παλαιότερο λαϊκό αγροτικό σπίτι που συναντούμε ανήκει κυρίως στην κατηγορία του πλατυμέτωπου ή στενομέτωπου μονόσπιτου, που διακρίνεται σε δύο τύπους , το Μονόχωρο και το Καμαρόσπιτο, από τους οποίους προκύπτουν με την καθ΄ ύψος και κατ΄ επέκταση προσθήκη επιπλέον οικιστικών πυρήνων, πιο σύνθετες τυπολογίες.
Κωδικοποιώντας βάσει τυπολογίας θα ταξινομούσαμε το αγροτικό παραδοσιακό σπίτι της ενδοχώρας του Ηρακλείου στις παρακάτω κατηγορίες:
-
Ο Βασικός πυρήνας του λαϊκού αγροτικού σπιτιού των περισσότερων οικισμών ανήκει στον τύπο του ισόγειου δωματοσκέπαστου μονόχωρου, πλατυμέτωπου ή στενομέτωπου σπιτιού, κοινός όχι μόνο στην περιοχή του Ηρακλείου αλλα και γενικά της ανατολικής Κρήτης.
Στην πρωτογενή του μορφή το μονόχωρο είναι ένα καθαρό μακρόστενο ορθογώνιο που συγκεντρώνει στο εσωτερικό του όλες τις αναγκαίες λειτουργίες της οικογένειας (μαγείρεμα, ύπνο, αποθήκευση αγαθών ) αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και τη φύλαξη των κατοικίδιων ζώων.
Σε άλλες περιπτώσεις οι βοηθητικές λειτουργίες αυτές καλύπτονται με την προσάρτηση αντίστοιχων χώρων στην βασική κάτοψη.
-
Στο στενομέτωπο τύπο του μονόχωρου η είσοδος κατασκευάζεται μετακινημένη ως προς τον άξονα της στενής πλευράς με αποτέλεσμα να μπορεί να κατασκευαστεί στο υπόλοιπο τμήμα της πρόσοψης απλό γωνιακό τζάκι με παραστιά (αρχαία εστία), για το μαγείρεμα αλλά και για τη θέρμανση του σπιτιού.
Στον υπόλοιπο χώρο διαμορφώνεται η γωνιά για τον ύπνο σε μορφή χτιστής πεζούλας που χρησιμεύει ταυτόχρονα σαν καθιστικό.
Σε μια εξέλιξη της λειτουργίας του χώρου για ύπνο, δημιουργείται υπερυψωμένο ξύλινο πατάρι (σοφάς η οντάς), με αποτέλεσμα ο χώρος που μένει από κάτω να χρησιμεύει για αποθήκη.
Στους τοίχους συνήθως διαμορφώνονται εσοχές για το σταμνί (σταμνοστάτης) η ντουλάπι για τοποθέτηση χρήσιμων αντικειμένων και τροφίμων.
-
Στον πλατυμέτωπο τύπο η είσοδος γίνεται συνήθως στο κέντρο της πλέον προστατευμένης από τις μεγάλες πλευρές με αποτέλεσμα να υπάρχει η δυνατότητα να ξεχωρίσουν οι λειτουργίες στο εσωτερικό.
Στη μια στενή πλευρά η «παραστιά» για το μαγείρεμα και ο χώρος καθιστικού, στην άλλη στενή πλευρά ο ύπνος σε κτιστή πεζούλα ή σε σοφά όπως και στο στενομέτωπο.
Σαν παραλλαγή του απλού μονόχωρου, συναντούμε προστέγασμα που πολλές φορές περιλαμβάνει το φούρνο και στεγάζεται με χωμάτινο δώμα που στηρίζεται σε ξύλινους στύλους. Στα στενομέτωπα μονόχωρα σπίτια μπορεί να καλύπτει όλη την πρόσοψη.
Στα πλατυμέτωπα μονόχωρα το προστέγασμα αυτό καλύπτει μόνο ένα τμήμα της πρόσοψης.
Η προσθήκη στο πλατυμέτωπο του φούρνου και του προστεγάσματος σε σχήμα Γ με το κυρίως κτίσμα, είναι το πρώτο βήμα για την τυπολογική εξέλιξη του σπιτιού, αλλά ουσιαστικά ο τύπος αυτός των μονόχωρων κατοικιών τόσο μορφολογικά όσο και κατασκευαστικά, είναι η επιβίωση του αρχέγονου κρητικού προϊστορικού σπιτιού.
-
Στις περιπτώσεις που υπήρξε η ανάγκη της αύξησης του πλάτους των χώρων, σε συνδυασμό με την έλλειψη ξυλείας ικανών μεγεθών γεννήθηκε η «καμάρα» και προέκυψε ο τύπος του Καμαρόσπιτου.
Η καμάρα όπως και το μεσοδόκι, δίδουν την λύση στην έλλειψη κατάλληλων μεγεθών και ιδιοτήτων ξυλείας που μπορεί να αποτρέψει τον «λυγισμό» που δημιουργούν τα φορτία στο δώμα, που με την προσθήκη χώματος (αργιλόχωμα) για τη συντήρηση του κάθε χρόνο πριν από το χειμώνα, με το πέρασμα του χρόνου αποκτά ένα σημαντικό πάχος.
Η προσθήκη της καμάρας βοηθάει να μεγαλώσει το πλάτος του σπιτιού, να ανακουφιστούν οι πλαϊνοί τοίχοι και ν’ αυξηθεί η ωφέλιμη επιφάνεια.
Ο διαχωρισμός του ορθογώνιου της κάτοψης με το φέρον στοιχείο της καμάρας, που συνήθως είναι τοποθετημένη συμμετρικά στην κάτοψη, δημιουργεί ουσιαστικά δύο περιοχές στο χώρο.
Η καμάρα δημιουργεί στα πλάγια τέσσερις ορθογωνικές κόγχες που έχουν λειτουργική αυτονομία, δεδομένου ότι συνήθως η κάθε μια δέχεται διαφορετική λειτουργία του σπιτιού, χωρίς όμως να διασπάται η ενότητα του χώρου.
Συνήθως στο πρώτο από την είσοδο τμήμα του χώρου διαμορφώνεται η Παραστιά.
Ο χώρος αυτός έχει ξεχωριστή σημασία γιατί αποτελεί τον ζωτικό καθιστικό χώρο του σπιτιού και συνήθως περιλαμβάνει μικρές πεζούλες, το σταμνοστάτη (σχεδόν πάντα προς την πλευρά της εισόδου), ξύλινα ράφια και θυρίδες (μικρές εσοχές) που συμπληρώνουν τον κτιστό – σταθερό λειτουργικό εξοπλισμό της κόγχη.
Οι υπόλοιπες εσοχές διαμορφώνονται σε σοφάδες και αποθηκευτικούς χώρους πάντα ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας. Συνήθως ο τοίχος που είναι απέναντι στην είσοδο είναι τυφλός, χωρίς κανένα άνοιγμα.
-
Μια ειδική κατηγορία αποτελούν τα κτίσματα σύνθετου τύπου, συνήθως πιο πρόσφατα, τα οποία πολλές φορές έχουν προκύψει από μετασκευές παλαιότερων τύπων ή συνενώσεις δύο οι περισσότερων παλιών μικρών σε μέγεθος κατοικιών. Τόσο λειτουργικά όσο και μορφολογικά αυτοί οι τύποι δεν παρουσιάζουν ομοιομορφίες. Πρόκειται συνήθως για ομάδες λιτών κτισμάτων, που σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζουν διάταξη τύπου Γ με ισόγεια κουζίνα και με οντά στον όροφο.
Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, σε συνδυασμό με τη χρήση σύγχρονων υλικών κατασκευής αρχίζει να αλλοιώνεται η φυσιογνωμία της παραδοσιακής δομής και των παραδοσιακών αρχιτεκτονικών στοιχείων των παλαιότερων κτισμάτων.
Ταυτόχρονα όμως την ίδια περίοδο που συμπίπτει με την περίοδο της «ανοικοδόμησης» η αρχιτεκτονική των οικισμών φαίνεται να απομακρύνεται από τις αυστηρές παραδοσιακές μορφές του παρελθόντος αλλά αρχίζει να κερδίζει σε στοιχεία «διαφάνειας», χρώματος και εξωστρέφειας, καθώς επίσης και πλούτου μορφών και λειτουργικών λύσεων.
Μετά την δεκαετία του ΄70 φαίνεται να κυριαρχούν πλέον οι αστικές επιρροές και τα σύγχρονα υλικά. Η εγκατάλειψη των οικισμών ανακόπτει την δραματική αλλοίωση τους και τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε την προσπάθεια αποκατάστασης, συντήρησης και ανακατασκευής πολλών εγκαταλελειμμένων κατοικιών.
Εξαιρετικό μορφολογικό ενδιαφέρον έχει η παρουσία φυσικών στοιχείων στο αστικό περιβάλλον πολλών οικισμών, όπως είναι οι βραχώδεις εξάρσεις του φυσικού ανάγλυφου με την οργανική ενσωμάτωση αρχιτεκτονικών στοιχείων και αναλημματικών τοίχων.
Διάρθρωση και Χώροι του Αγροτόσπιτου
Το αγροτόσπιτο συνήθως αποτελείται από:
- Κύριο δωμάτιο: συνδυασμένος χώρος ύπνου, μαγειρείου και καθιστικού.
- Οντάς: υπερυψωμένος βοηθητικός χώρος για ύπνο.
- Κατώι: Χώρος κάτω από τον οντά αποθήκευση γεωργικών προϊόντων, εργαλείων.
- Σταύλος: Χώρος για την φύλαξη των ζώων που σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από τον «αχυρώνα» για την φύλαξη των ζωοτροφών.
- Αυλή: λειτουργικός χώρος καθημερινής δραστηριότητας που μπορεί να περιλαμβάνει και επιπλέον βοηθητικούς χώρους όπως είναι το φουρνόσπιτο, πατητήρι κλπ.
Φωτισμός και Αερισμός
Ο φυσικός φωτισμός και ο αερισμός εξασφαλίζονταν από:
- Μικρά παράθυρα σε στρατηγικά σημεία.
- Ενσωματωμένα ανοίγματα ψηλά στους τοίχους ή στο δώμα.
- Εσωτερικές αυλές και καμάρες που επέτρεπαν την κυκλοφορία του αέρα.
Η περιορισμένη χρήση παραθύρων οφειλόταν τόσο σε λόγους προστασίας όσο και στη διατήρηση της θερμότητας.
Λειτουργικότητα και Σχέση με τη Γεωργική Παραγωγή
Το αγροτόσπιτο στην πρωτογενή του μορφή σχεδιάστηκε ως μια πλήρης αυτόνομη μονάδα για την εξυπηρέτηση της αγροτικής παραγωγής. Οι χώροι του εξυπηρετούσαν:
- Αποθήκευση τροφών (ελιά, σιτάρι, κρασί).
- Κατοικία ανθρώπων και ζώων κάτω από την ίδια στέγη.
- Κατεργασία προϊόντων (π.χ. ελαιοπαραγωγή, οινοπαραγωγή) εντός ή κοντά στον οικισμό.
Η εργονομία του σπιτιού συνήθως αντανακλούσε τις εποχιακές ανάγκες και τις καθημερινές εργασίες των γεωργών.
Προοπτικές διατήρησης του παραδοσιακού αγροτόσπιτου
Το παραδοσιακό λαικό αγροτόσπιτο της ενδοχώρας του Ηρακλείου αποτελεί σημαντικό αρχιτεκτονικό και πολιτιστικό κεφάλαιο για την περιοχή δεδομένου ότι:
- Είναι δείγμα βιώσιμης, τοπικά προσαρμοσμένης αρχιτεκτονικής
- Πρέπει να προστατευθεί μέσω τεκμηρίωσης, αποκατάστασης και επαναχρησιμοποίησης
- Η ένταξή τους σε προγράμματα αγροτουρισμού ή ήπιας ανάπτυξης μπορεί να συμβάλει στην αναβίωση της υπαίθρου και στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας.
Πολιτιστική Σημασία και Παράδοση
Το παραδοσιακό αγροτόσπιτο του Ηρακλείου αποτελεί φορέα πολιτισμού και ταυτότητας αφού:
- Κουβαλάει στοιχεία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα των πολιτισμών που άνθησαν στην Κρήτη.
Το παραδοσιακό αγροτόσπιτο αποτελεί διαχρονικό αποτύπωμα της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου, καθώς φέρει στοιχεία από όλους τους πολιτισμούς που άνθησαν στο νησί, από την αρχαιότητα μέχρι τις νεότερες εποχές.
Η μινωική παράδοση, με την προσανατολισμένη αρχιτεκτονική και τη σχέση του οικιστικού χώρου με τη φύση, διατηρείται στον προσανατολισμό και στην οργάνωση των χώρων. Η βυζαντινή εποχή εισάγει λιτά μορφολογικά χαρακτηριστικά και θρησκευτικά συμβολικά στοιχεία στον οικοδομικό λόγο της υπαίθρου. Στη συνέχεια, η βενετσιάνικη περίοδος αφήνει πιο εμφανές αποτύπωμα, κυρίως σε μορφολογικές λεπτομέρειες όπως καμάρες, πελεκητά πέτρινα πλαίσια πορτών και παραθύρων, συμμετρικές αναλογίες και αισθητική συνοχή.
Αργότερα, η οθωμανική επιρροή προσθέτει στοιχεία εσωστρέφειας, λειτουργικούς ημιυπαίθριους χώρους και κλειστές αυλές, ενσωματωμένα πλέον στη δομή και την κοινωνική πρακτική του αγροτόσπιτου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνυπάρχουν και συντίθενται με την τοπική αρχιτεκτονική πρακτική, δημιουργώντας μια μοναδική πολιτισμική συνέχεια, η οποία δεν αντιγράφει αλλά μετασχηματίζει δημιουργικά τα δάνεια του παρελθόντος.
Το αποτέλεσμα είναι αρχιτεκτονικές μορφές βαθιά ριζωμένες στον τόπο, που αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του παλαιού με το νέο, της τοπικής ιδιοτυπίας με τη διαχρονική ιστορία των πολιτισμών που πέρασαν από την Κρήτη.
- Αντικατοπτρίζει τον αυτοσχεδιασμό και την ανθεκτικότητα των κατοίκων.
Το αγροτόσπιτο της αγροτικής ενδοχώρας του Ηρακλείου δεν ακολουθεί πάντα αυστηρά προκαθορισμένα αρχιτεκτονικά πρότυπα. Αντίθετα πολλές φορές, αποτελεί αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού και προσαρμογής στις ανάγκες της οικογένειας, τις δυνατότητες του οικοπέδου και τα διαθέσιμα μέσα. Αυτό το γενικής εφαρμογής χαρακτηριστικό είναι αποκαλυπτικό της ευρηματικότητας και της επινοητικότητας της λαικής αρχιτεκτονικής.
Η ίδια η μορφή του σπιτιού –λιτή, λειτουργική και χωρίς περιττά στοιχεία– αντικατοπτρίζει την ανθεκτικότητα και το πνεύμα αυτάρκειας που χαρακτήριζε τους κατοίκους της υπαίθρου. Το σπίτι δεν ήταν απλώς καταφύγιο, αλλά και χώρος παραγωγής, αποθήκευσης, φιλοξενίας και τελετουργιών.
- Πολλά αγροτόσπιτα σήμερα αποκαθιστώνται και χρησιμοποιούνται ως ξενώνες ή λαογραφικά μουσεία.
Πέρα από την αυτονόητη συντήρηση τους, παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για επαναχρησιμοποίησή των αγροτόσπιτων ως ξενώνες αγροτουρισμού, που προσφέρουν αυθεντικές εμπειρίες φιλοξενίας.
Ταυτόχρονα, κάποια από αυτά λειτουργούν πλέον ως λαογραφικά μουσεία με ενδιαφέρουσες συλλογές από αντικείμενα καθημερινής ζωής, αγροτικά εργαλεία και έπιπλα της εποχής.
Η διατήρηση των αγροτόσπιτων με τέτοιους τρόπους συμβάλλει όχι μόνο στην πολιτιστική μνήμη αλλά και στη συλλογική ταυτότητα των τοπικών κοινωνιών, διασφαλίζοντας ότι η παράδοση δεν θα χαθεί αλλά θα παραμείνει ζωντανό στοιχείο του παρόντος και του μέλλοντος.