ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΜΕ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΑΡΧΕΓΟΝΕΣ ΔΟΜΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Αν δεχτούμε τον ορισμό του τοπίου σαν τον συνολικό χαρακτήρα μιας περιοχής της γης, σημαίνει ότι πίσω από την έννοια αυτή βρίσκονται κρυμμένες αλήθειες συσσωρευμένων δράσεων (γεωλογικών -κλιματολογικών – βιολογικών – κοινωνικο-οικονομικών).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο του φυσικού τοπίου οι παραδοσιακοί οικισμοί και η αρχιτεκτονική τους είναι αφενός μεν σε πρακτικό επίπεδο η συνειδητή προσπάθεια του ανθρώπου να δημιουργήσει τους χώρους επιβίωσης του και αφετέρου σε συμβολικό επίπεδο να αναπαραστήσει τον κόσμο που τον περιβάλει.
Στην περίπτωση αυτή οι άνθρωποι των τόπων, οι «ντόπιοι», βιώνουν και αντιλαμβάνονται το τοπίο σαν μια έννοια προσδιοριστική του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ο κάθε τόπος παράγει εντοπιότητα που εκφράζεται σε ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία, στη συνέχεια, σαν αντανάκλαση επιστρέφει στη μορφή του τόπου.
Ο κάθε τόπος μέσω των οικισμών του και των ανθρώπινων παρεμβάσεων αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά που περιέχουν και εκφράζουν μια συγκεκριμένη ηθική.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο τόπος από μόνος του περιέχει μια ηθική που σφραγίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά και δημιουργεί χαρακτήρες.
Διαχρονικά ο άνθρωπος δεν νοείται χωρίς αναφορά σε χώρους και βρίσκεται σε μια εντατική σχέση με τον τόπο όπου βιώνει. Οι αισθήσεις και η εμπειρία του παράγουν και μετασχηματίζουν το χώρο κάτω από την δράση των αφομοιώσεων, των συμβολικών ή φανταστικών προσεγγίσεων και των εξαρτήσεων απ’ αυτό που ονομάζουμε περιβάλλον.
Όταν δε, ο άνθρωπος ταυτίζεται με την περιβάλλον και την τοποθεσία, σημαίνει ότι κατοικεί.
Ο Χάιντεγκερ στο κείμενο του “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, γράφει ότι: «…Το κατοικείν δεν προσδιορίζει την κατοικία ως οικοδόμημα, ή ως χώρο διαμονής, αλλά ορίζει τον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε και αντιλαμβανόμαστε την έννοια της κατοικίας. Ο άνθρωπος κατ’ αρχήν, πρέπει να μάθει να βιώνει ένα τόπο, να κτίζει το περιβάλλον που αντιλαμβάνεται και το χρησιμοποιεί καθημερινά, έτσι ώστε να κατοικεί “ανάμεσα στα πράγματα” και να προσδίδει ένα χαρακτήρα στον τόπο του.»
Στον παραδοσιακό πολιτισμό, χώρος είναι: ο συγκεκριμένος τόπος, με τον οποίο συνδέονται μνήμες και γεγονότα. Η δε παραδοσιακή κοσμοθεωρία θέλει κάθε τόπο φορτισμένο με μία συγκεκριμένη σημασία. Θέλει κάθε τόπος να έχει τα “σημάδια” του και ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα.
Ιδιαίτερα στον Ελληνικό Παραδοσιακό πολιτισμό, ο τόπος γίνεται πραγματικός και περνά στην κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, αφού μόνο “σημαδευτεί” από τον μύθο και τη μνήμη, μόνο αφού αποκτήσει ένα “πνεύμα” μόνο αφού καθαγιαστεί.
Γενικά οι οικισμοί και το αρχιτεκτονικό απόθεμα που υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία σε ένα χώρο, μας παρέχουν ταυτόχρονα την δυνατότητα να αξιολογήσουμε και το επίπεδο του πολιτισμού που τα δημιούργησε. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτά τα ανθρώπινα ίχνη δεν είναι παρά μια μόνο έκφραση του “τόπου” που τα φιλοξενεί.
Οι αγροτικοί οικισμοί του Ηρακλείου, παραδοσιακά κτίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές και τοποθεσίες, που εξασφαλίζουν την προστασία, την αυτονομία και την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους που ήταν απαραίτητοι για την επιβίωση των κατοίκων. Τα βασικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την επιλογή των θέσεων των οικιστικών εγκαταστάσεων στην περιοχή είναι:
- Ορεινές και Λοφώδεις Περιοχές
- Πολλά από τα παραδοσιακά κρητικά χωριά είναι χτισμένα σε ορεινές ή λοφώδεις περιοχές, κυρίως για λόγους προστασίας, αλλά και για να είναι κοντά σε φυσικές πηγές νερού. Σε παλαιότερες εποχές οι απότομες πλαγιές και οι δύσβατες περιοχές προσέφεραν φυσική ασφάλεια από εξωτερικές απειλές. Για το λόγο αυτό δεν είναι τυχαία η ύπαρξη οικισμών σε όλες τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές του Ηρακλείου και κυρίως στις πλαγιές και στις υπώρειες των κύριων ορεινών όγκων (Ψηλορείτης, Όρος Δίκτη και Αστερούσια).
- Κοντά σε Πηγές Νερού
- Οι παραδοσιακοί οικισμοί συνήθως κτίζονταν κοντά σε πηγές νερού ή σε ρέματα, δεδομένου ότι η διαθεσιμότητα νερού ήταν ζωτικής σημασίας για τις καλλιέργειες και την επιβίωση των κατοίκων.
- Πλησίον σε Γεωργικές Περιοχές
- Τα χωριά συνδέονται συχνά με γεωργικές περιοχές, όπως οι ελαιώνες, τα αμπέλια και άλλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η γεωργία αποτελούσε πάντα κύρια πηγή διαβίωσης και τα χωριά του Ηρακλείου χωροθετούνταν κοντά σε καλλιεργήσιμες περιοχές για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες επιβίωσης των κατοίκων.
- Κοντά σε Δρόμους και Στρατηγικές Θέσεις
- Η επιλογή της τοποθεσίας εγκατάστασης ενός οικισμού σε ορισμένες περιπτώσεις επηρεάζεται και από τη στρατηγική θέση μιας περιοχής. Κάποιοι οικισμοί δημιουργούνται σταδιακά σε σημαντικούς οδικούς κόμβους και διαδρομές για να διευκολύνεται η επικοινωνία και οι οι ανταλλαγές με άλλους οικισμούς και περιοχές.
- Απομακρυσμένες ή Μοναχικές Περιοχές
- Σε ορισμένες περιπτώσεις και ειδικότερα σε παλαιότερες εποχές, οι οικισμοί κτίζονταν σε πιο απομονωμένα και ήσυχα σημεία, μακριά από μεγάλες πόλεις και άλλα αστικά κέντρα. Αυτή η απομόνωση σε πολλές περιπτώσεις συνέβαλε σημαντικά στην διατήρηση του παραδοσιακού τρόπου ζωής των κατοίκων.
- Πολιτιστικές και Θρησκευτικές Στρατηγικές Θέσεις
- Η ύπαρξη ιερών και ιστορικών τόπων σε πολλές περιπτώσεις τα παλαιότερα χρόνια επηρέαζε επίσης την δημιουργία ενός οικισμού. Πολλά παραδοσιακά κρητικά χωριά είναι χτισμένα κοντά σε εκκλησίες ή μοναστήρια, τα οποία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της περιοχής.
Γενικά η επιλογή του τόπου για την δημιουργία των παραδοσιακών αγροτικών οικισμών της ευρύτερης περιοχής του Ηρακλείου είναι συνυφασμένη με τις ανάγκες των κατοίκων για ασφάλεια, πρόσβαση σε πόρους (κυρίως νερό και καλλιεργήσιμες εκτάσεις) και στρατηγική θέση. Το είδος του τοπίου και το φυσικό περιβάλλον των οικισμών συνέβαλαν στη διατήρηση των παραδοσιακών χαρακτηριστικών της τοπικής αγροτικής κοινωνίας και αρχιτεκτονικής τους.
Τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά του κρητικού παραδοσιακού χωριού είναι συνυφασμένα με τις ανάγκες της κοινωνίας του, το φυσικό περιβάλλον και την οργανική ανάπτυξή του με την πάροδο του χρόνου. Τα χαρακτηριστικά αυτά αντικατοπτρίζουν τη στρατηγική τοποθέτηση, την κοινωνική οργάνωση και τις πρακτικές απαιτήσεις της καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο. Γενικά τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών κρητικών χωριών είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις τοπικές ανάγκες, την κοινωνική οργάνωση, και τις γεωγραφικές συνθήκες. Η μορφή του χωριού είναι αποτέλεσμα της προσαρμογής στους φυσικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, και της ανάγκης για προστασία, επικοινωνία, και διαχείριση των αγροτικών και θρησκευτικών αναγκών της κοινότητας.
Στην δομή τους οι αγροτικοί οικισμοί της ενδοχώρας του Ηρακλείου αναπτύσσονται στην πλειοψηφία τους αμφιθεατρικά είτε σε πλαγιές είτε στην κορυφή μικρών λόφων για να είναι όσο το δυνατόν καλλίτερα προστατευμένοι και να αφήνουν ελεύθερη την ελάχιστη διαθέσιμη καλλιεργήσιμη γη.
Οι οικισμοί γενικά χαρακτηρίζονται από τον μεγάλο βαθμό ένταξης τους στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, κατά τρόπο που αξιοποιώντας σημαντικά φυσικά στοιχεία στην πολεοδομική τους σύνθεση, προσφέρουν σχεδόν μια μοναδική, ξεχωριστή και εντυπωσιακή εικόνα.
Η δόμηση τους στους πρωταρχικούς οικιστικούς πυρήνες είναι συνήθως πυκνή και συνεχής, ενώ στις επεκτάσεις των παλαιών και στους πεδινούς οικισμούς η δόμηση είναι πιο αραιή, ελεύθερη σε μικρούς οικιστικούς πυρήνες.
Το σχήμα τους ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και ποικίλλει, άλλοτε γραμμικό με άξονα τον κεντρικό δρόμο που συγκεντρώνει το εμπόριο, τα καφενεία και την εκκλησία με τον αύλειο της χώρο η την πλατεία, άλλοτε κυκλικό με κέντρο την πλατεία με την εκκλησία και το καφενείο και άλλοτε πεταλοειδής που αγκαλιάζει το λόφο πάνω στον οποίο έχει αναπτυχθεί ο οικισμός. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουμε ένα συμπαγή οικισμό αλλά ένα σύνολο από γειτονιές. Σε άλλες περιπτώσεις που καθορίζονται από τη διαμόρφωση του εδάφους η και κοινωνικούς-ιστορικούς λόγους διακρίνονται δύο η τρεις μεγάλοι οικιστικοί πυρήνες – γειτονιές (και διακρίνονται σε Πανωχώρι, Κατωχώρι και Μεσοχώρι). Ευανάγνωστους φρουριακού τύπου οικισμούς δε θα συναντήσουμε στην περιοχή του Ηρακλείου γιατί τις περισσότερες φορές η ίδια η θέση του οικισμού, από τη φυσική του διαμόρφωση, εξασφάλιζε την ασφάλεια και την αμυντική του οργάνωση.
Τα όρια των παλαιότερων οικισμών με συνεχή δόμηση είναι συνήθως σαφή και καθορίζονται από τα φυσικά εμπόδια της περιοχής, (Ποτάμια, ρέματα, γκρεμούς, βραχώδεις σχηματισμούς κλπ.
Οι επιφάνειες των όψεων των κτιρίων είναι σε διαφορετικά επίπεδα και με τα διάφορα άλλα στοιχεία όπως σκάλες, κληματαριές, καμινάδες κλπ, δημιουργούν μια μεγάλη ποικιλία εικόνων ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον, συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό σύνολο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι απλές μορφές των πέτρινων σπιτιών, ταυτίζονταν τόσο με το βραχώδες τοπίο που δύσκολα ξεχώριζαν.
Ποικιλία υπάρχει και στα ύψη των σπιτιών, είτε αυτά έχουν δώματα ή σπανιότερα στέγες. Η ποικιλία αυτή των όψεων, τα πλατώματα που δημιουργούνται, οι φυγές, ο τεθλασμένος άξονας των δρόμων, αλλά και οι πέργκολες που πολλές φορές σκεπάζουν ένα κομμάτι του δώματος η της αυλής δίνουν στους οικισμούς έναν ιδιόμορφο και αξιόλογο πολεοδομικό χαρακτήρα. Οι κυβικές μορφές των πέτρινων σπιτιών, η ποικιλία των δωμάτων των σπιτιών κι οι καμινάδες είναι στοιχεία που συγκεκριμενοποιούν την εικόνα του οικισμού.
Οι δρόμοι είναι συνήθως στενοί, παράλληλοι ή κάθετοι στις υψομετρικές καμπύλες και σε πυκνό πλέγμα και δημιουργούν οικοδομικά τετράγωνα πυκνά κι ακανόνιστα. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν αδιέξοδα που χρησιμοποιούνται σαν αυλές και όταν οι κάθετοι στις καμπύλες δρόμοι έχουν μεγάλες κλίσεις, διαμορφώνονται με σκαλοπάτια που παρακολουθούν το βήμα των ζώων. Είναι λιθόστρωτοι με μικρές πέτρες και κλίση προς το εσωτερικό για την απορροή των νερών. Η ποικιλία των όψεων, τα πλατώματα που δημιουργούνται, οι φυγές, ο τεθλασμένος άξονας του δρόμου, αλλά και οι κληματαριές που πολλές φορές σκεπάζουν ένα κομμάτι του δίνουν στους οικισμούς έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Ουσιαστικά η δομή των χωριών της Κρήτης όπως ήταν έως και τα μέσα του εικοστού αιώνα δεν διέφερε και πολύ από την εικόνα που συναντάμε στα ερείπια του μινωικού οικισμού του Παλαίκαστρου στη Σητεία, η των Γουρνιών του αρχαιότερου οικισμού που έχει ανασκαφτεί πλήρως στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Τα περισσότερα παραδοσιακά χωριά είναι κτισμένα κυρίως σε πλαγιές λόφων. Συνήθως τη δόμηση των οικισμών είναι πυκνή με στενούς δρόμους και τα σπίτια ενωμένα μεταξύ τους κατά τρόπο που η επικοινωνία από το ένα σπίτι στο άλλο μέσω των δωμάτων ήταν πάρα πολύ εύκολη. Το κέντρο του χωριού συνήθως ήταν η εκκλησία, γύρω από την οποία αναπτυσσόταν η κοινωνική ζωή του οικισμού.
Τυπολογικά η παλαιότερη αλλά και η απλούστερη μορφή κατοικίας που συναντάμε στα χωριά της Κρήτης είναι το μονόχωρο ισόγειο, το οποίο σε ένα ενιαίο χώρο στεγάζει όλες τις καθημερινές λειτουργίες. Στο μονόχωρο η «παραστιά» η αρχαία «εστία» είναι ταυτόχρονα και η κουζίνα του σπιτιού. Συνήθως ένα υπερυψωμένο ξύλινο τμήμα σε μορφή παταριού χρησίμευε για ύπνο κάτω από το οποίο ο χώρος προοριζόταν για αποθήκη. Περιμετρικά κτιστές πεζούλες χρησίμευαν για καθιστικό πολλές φορές και για ύπνο, λόγο έλλειψης επίπλων, μικρές εσοχές στους τοίχους χρησίμευαν σαν ντουλάπια. Εξωτερικά συνήθως οι τοίχοι ήταν ανεπίχριστοι. Τα δάπεδα εσωτερικά ήταν από συμπιεσμένο χώμα και οι επίπεδες οροφές στηριζόταν σε ξύλινες δοκούς κυρίως από κυπαρίσσια πάνω στους οποίους χρησιμοποιούσαν μικρότερα κλαδιά σε πυκνή διάταξη για να συγκρατούν την τελική επικάλυψη από αδιαπέραστο αργιλόχωμα.
Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε ξυλεία για μεγάλα ανοίγματα, αναπτύχθηκε η τυπολογία του μονόχωρου «καμαρόσπιτου». Στην περίπτωση αυτή ένα ή περισσότερα πέτρινα τόξα χρησιμοποιούνταν για να καλυφθεί το αναγκαίο άνοιγμα για τη στήριξη του δώματος. Στην τυπολογία αυτή, τα πέτρινα τόξα δημιουργούσαν επιμέρους γωνιές για άλλη χρήση, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας.
Η εξέλιξη του μονόχωρου γίνεται με την προσθήκη ορόφου στον οποίο οδηγεί εξωτερική σκάλα. Στην περίπτωση αυτή ο χώρος του ισογείου χρησιμεύει σαν αποθηκευτικός καθώς επίσης για την σταύλιση των ζώων και ο όροφος καλύπτει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής της οικογένειας.
Σιγά-σιγά με την προσθήκη κατ’ επέκταση επιπλέον χώρων δημιουργείται ένας πιο σύνθετος τύπος σπιτιού που είναι και ο πιο διαδεδομένος σε ολόκληρη την Κρήτη. Είναι ο τύπος διώροφου σε τυπολογία Γ που πολλές φορές διαθέτει και συμπληρωματικούς βοηθητικούς χώρους γύρω από την αυλή του.
Πολλές φορές θα συναντήσουμε επιμελημένα ανοίγματα από πωρόλιθο που σε ορισμένες περιπτώσεις περιλαμβάνουν υπέρθυρα με γλυπτά και ανάγλυφες παραστάσεις. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο σε συνδυασμό και με τη χρήση σύγχρονων υλικών κατασκευής αρχίζει να αλλοιώνεται η φυσιογνωμία των παραδοσιακών οικισμών της περιοχής με προσθήκες οι οποίες γίνονται για να καλύψουν τις νέες ανάγκες. Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο που συμπίπτει με την περίοδο της «ανοικοδόμησης» το λαϊκό κρητικό σπίτι αποκτά χρώμα και γίνεται πιο εξωστρεφές.
Έτσι μπορεί μεν να απομακρύνεται από τις παραδοσιακές μορφές του πρόσφατου παρελθόντος αλλά αρχίζει να κερδίζει αυτά τα στοιχεία που για πολλούς αιώνες είχε χάσει η κρητική αρχιτεκτονική εξ’ αιτίας του φόβου των κατακτητών. Τα στοιχεία της «διαφάνειας», του χρώματος και της εξωστρέφειας, βασικά συστατικά στοιχεία της μινωικής αρχιτεκτονικής.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το δομημένο περιβάλλον στην πλειοψηφία των αγροτικών οικισμών της Κρήτης, είναι αυτό της αισθητικής και λειτουργικής υποβάθμισης τους που σχετίζεται αφενός μεν με την εγκατάλειψη και πληθυσμιακή συρρίκνωση τους, αφετέρου με την χρήση στην δόμηση μη συμβατών (με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά) σύγχρονων στοιχείων.
Γενικά παρατηρείται ένα σημείο καμπής στην εξέλιξη των οικισμών σε ότι αφορά στην εικονογραφία τους, η οποία φυσικά αντικατροπτίζει μια κοινωνικοοικονομική και ιστορική πραγματικότητα.
Συγκεκριμένα, από την περίοδο της δεκαετίας του ‘60 οπότε αρχίζει η «έξοδος» των γεωργικών πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα, αρχίζει και η σταδιακή εγκατάλειψη των απλών παραδοσιακών κτισμάτων και ταυτόχρονα έχουμε το πέρασμα σε μια αρχιτεκτονική πρακτική που δεν υπακούει στις παραδοσιακές τεχνικές και μορφές αλλά μιμείται τις τεχνικές και τα δομικά – μορφολογικά πρότυπα της αστικής αρχιτεκτονικής χωρίς βέβαια να ενσωματώνει πλήρως τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της.