Κατηγορία
ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ
Τεχνική Έκθεση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Συνέχεια της χρήσης των νερόμυλων υπήρξε η ανακάλυψη και εφαρμογή των ανεμόμυλων οι οποίοι ήταν μια σημαντική πηγή ισχύος μέχρι την Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για την τοποθεσία και τον χρόνο εμφάνισήs τους, ή αν πρόκειται περί παράλληλης εφεύρεσης.
Οι ανεμόμυλοι αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά και αρχιτεκτονικά παραγωγικά εργαλεία της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας και συναντιώνται περισσότερο στην ανατολική Κρήτη. Ενσωματωμένοι αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον του νησιού, υπήρξαν για αιώνες σύμβολα της αξιοποίησης των φυσικών δυνάμεων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ
Ο πρώτος ανεμόμυλος φαίρεται να σχεδιάστηκε από τον Ήρωνα τον Αλεξανδρέα τον 1o μετά Χριστό αιώνα. Ήταν οριζόντιου άξονα περιστροφής και είχε τέσσερα πτερύγια.
Γύρω στο 700 π.Χ. στη Μεσοποταμία και την Κίνα άρχισαν να χτίζουν ανεμόμυλους κατακόρυφου άξονα περιστροφής.
Αυτούς τους ανεμόμυλους έφεραν στην Ευρώπη καταρχήν οι Σταυροφόροι, μετά την Α΄ Σταυροφορία και αργότερα οι εξερευνητές της Κίνας. Γνώρισαν εξάπλωση στην Ιβηρική και τη Νότια Ευρώπη. Αργότερα, γύρω στο 1500, χρησιμοποιήθηκαν στην Ολλανδία σαν μέρος του αντιπλημμυρικού συστήματος της χώρας. Κυρίως χρησιμοποιήθηκαν για την άλεση γεωργικών προϊόντων και την άντληση νερού.
Τον 20ό αιώνα, κάποιοι ανεμόμυλοι με πρωτόγονα κάθετα ιστία σε ανεμικά σκάμματα ήταν ακόμη σε χρήση στο Αφγανιστάν.
Οι ανεμόμυλοι, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά τους, ταξινομούνται σε οριζόντιους, κάθετους σταθερούς, πριονιστήρια, παραστάτες, πυργόμυλους και «Αμερικανικού τύπου». Εξαιτίας της μεταβαλλόμενης κατεύθυνσης του ανέμου, οι πιο αποτελεσματικοί μύλοι ήταν εκείνοι που είχαν δυνατότητα περιστροφικής κίνησης με σκοπό να φέρνουν κάθε φορά τα ιστία τους απέναντι στον άνεμο.
Πολύ συχνά συνυπήρχαν οι νερόμυλοι και οι υδρόμυλοι στην ίδια περιοχή με συμπληρωματικές περιόδους λειτουργίας. Οι υδρόμυλοι χρησιμοποιούνταν κυρίως τις περιόδους των βροχών, ενώ το καλοκαίρι, όταν το νερό ήταν λιγοστό, οι ανεμόμυλοι ήταν σε θέση να αναλάβουν την συνέχιση της άλεσης για παραγωγή αλεύρου.
Στην περιοχή του Ηρακλείου η εμφάνιση των μύλων γίνεται ήδη από την βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία φαίνεται να ξεκινάει η ευρεία χρήση των μύλων και σε ολόκληρη την Κρήτη. Σύμφωνα με πηγές, εμφανίστηκαν από τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1211), και είχαν ραγδαία εξάπλωση.
Ίσως, κάποιοι από τους ημικατεστραμμένους βυζαντινούς νερόμυλους να αποτέλεσαν τη βάση των νέων κατά την πρώιμη περίοδο της Ενετοκρατίας (13ος –14ος αιώνας), κατά την
οποία και γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση. Στους επόμενους αιώνες (15ο και 16ο) υπάρχει κάμψη στη χρήση τους, αλλά μετά το 1575 που η Τουρκία απαγόρευσε την εξαγωγή σιτηρών, επανήλθε η πρότερη εντατική τους χρήση.
Στην Κρήτη γενικά, υπήρξε πάντοτε παράλληλη χρήση νερόμυλων και ανεμόμυλων για τη μέγιστη αξιοποίηση των φυσικών δυνάμεων που αντικατέστησαν τη ζωική ή ανθρώπινη μυϊκή ενέργεια στην κίνηση μηχανισμών αλέσματος. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι μύλοι της περιοχής του Ηρακλείου, βρίσκονται ερειπωμένοι πλέον σε δύσβατες σήμερα περιοχές.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ
Στην ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες ανεμόμυλων:
Α. Ανεμόμυλοι Άλεσης:
Βρίσκονται κυρίως σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές και χαρακτηρίζονται από δύο τυπολογίες:
- Ο «Μονόκαιρος» πεταλόσχημος μύλος χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο μόνιμος προσανατολισμός του στα βορειοδυτικά από όπου πνέουν μόνιμα οι άνεμοι και για το λόγο αυτό ονομάζονται «μονόκαιροι». Ο τύπος του μονόκαιρου μύλου, ιδιαίτερα συνηθισμένος στις ανατολικές περιοχές της Κρήτης, είχε πεταλόσχημη κάτοψη την οποία αποτελούσε ένα ημικυκλικά δομημένο τμήμα και τρεις ευθείες πλευρές, από τις οποίες οι δύο αντικριστές μακρές πλευρές ήταν παράλληλες ή ελαφρώς αποκλίνουσες.
- Ο «Στρογγυλός» η «Ολόκαιρος» πρόκειται για κυκλικής κάτοψης μύλο χαρακτηριστικό του οποίου είναι οι πέτρινοι πύργοι με περιστρεφόμενη οροφή ώστε να προσαρμόζεται στις διευθύνσεις του ανέμου. Οι ανάγκες και οι συνθήκες που επέδρασαν για τη δημιουργία τους δεν διέφεραν ουσιαστικά από εκείνες που υφίστανται στην ευρύτερη περιφέρεια των νησιών του Αιγαίου, οι κρητικοί στρογγυλοί ανεμόμυλοι έχουν πολλές ομοιότητες με τους ανεμόμυλους των Κυκλάδων. Η μορφή τους, χαρακτηρίζεται από το λιθόδμητο κτίσμα του πύργου, την κωνική στέγη (κουκούλα) και τον ανεμοτροχό (φτερωτή).
Β. Ανεμόμυλοι Άντλησης (ή “Λασιθιώτικου” τύπου):
Πρόκειται για ειδική κατηγορία μύλων που χρησιμοποιήθηκαν στο Οροπέδιο Λασιθίου και οι οιποίοι αρχικά ήταν κατασκευασμένοι με ξύλινο σκελετό και υφασμάτινα πανιά και αργότερα ο ξύλινος σκελετός αντικαταστάθηκε με μεταλλικό και χρησιμοποιούνταν για άντληση υπόγειου νερού για τις ανάγκες της άρδευσης.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΟΜΗ
Οι ανεμόμυλοι της περιοχής του Ηρακλείου είναι δομικά και λειτουργικά πολύπλοκοι μηχανισμοί που τα βασικά τους μέρη περιλαμβάνουν:
- Τον Πύργο (σώμα): Κατασκευασμένος από τοπική πέτρα, κυλινδρικού ή ελαφρώς κωνικού σχήματος.
- Την Σκεπή: που στην περίπτωση των «ολόκαιρων» φέρει το μετακινούμενο σύστημα των πτερύγων.
- Τον Μηχανισμός Άλεσης: Περιλαμβάνει τον οριζόντιο άξονα, το κάθετο γρανάζι, τη μυλόπετρα και το σύστημα μετάδοσης της κίνησης.
- Τα Πτερύγια: Κατασκευάζονται από ξύλο και ύφασμα, και ρυθμίζονται ανάλογα με την ένταση του ανέμου.
Η αρχιτεκτονική τους χαρακτηρίζεται από λειτουργικότητα και λιτότητα, εναρμονισμένη με το τοπίο και τα διαθέσιμα υλικά.
Ακολουθεί αρχικά αναλυτική περιγραφή για τους δύο τύπους αλεστικών μύλων και ακολουθεί η περιγραφή του αντλητικού ανεμόμυλου.
-
Οι ανάγκες και οι συνθήκες που επέδρασαν για τη δημιουργία τους δεν διέφεραν ουσιαστικά από εκείνες που υφίστανται στην ευρύτερη περιφέρεια των νησιών του Αιγαίου, οι στρογγυλοί ανεμόμυλοι τουΗρακλείου έχουν πολλές ομοιότητες με τους ανεμόμυλους των Κυκλάδων.Η μορφή τους, χαρακτηρίζεται από το λιθόδμητο κτίσμα του πύργου, την κωνική στέγη (κουκούλα) και τον ανεμοτροχό (φτερωτή).
-
Πρόκειται για ένα λιθοδόμητο, ισχυρής κατασκευής κτήριο, που είχε κάτοψη σε σχήμα κύκλου. Ο εσωτερικός χώρος χωριζόταν καθ’ ύψος με ξύλινα δάπεδα συνήθως σε τρία επιμέρους επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο διαμορφωνόταν το ισόγειο, στο δεύτερο το πατάρι και στο τρίτο και τελευταίο, που ήταν ακριβώς κάτω από τη στέγη, υπήρχαν οι μηχανισμοί άλεσης. Στο εσωτερικό του μύλου λειτουργούσαν χώροι κυρίας και βοηθητικής χρήσης. Στο ισόγειο γινόταν η συναλλαγή με τους πελάτες, η παραλαβή από τον μυλωνά των καρπών και η προσωρινή αποθήκευση τους, η παραμονή των πελατών έως ότου ολοκληρωθεί η άλεση και, τέλος, η παραλαβή του έτοιμου αλευριού.
Το ισόγειο χρησιμοποιούσε ο μυλωνάς και για εργαστήριο του, όταν έκανε επισκευαστικές εργασίες σε ορισμένα τμήματα των μηχανισμών του μύλου. Στο πατάρι, υπήρχε το σύστημα ρύθμισης της λειτουργίας των μυλόπετρων, η κασέλα με τα εργαλεία του μυλωνά και το κρεβάτι του. Στον όροφο τέλος, χώρο ο οποίος ήταν ο σημαντικότερος όλων και ονομαζόταν επάνω πάτωμα, υπήρχαν οι μηχανισμοί άλεσης. Εκεί ήταν τοποθετημένος ολόκληρος ο μηχανισμός κίνησης αλλά και διακοπής της λειτουργίας του ανεμόμυλου: οι μυλόπετρες, το τιμόνι του μύλου, η αλευροκασέλα.
Η επικοινωνία μεταξύ των επιπέδων εξασφαλιζόταν με στενή πέτρινη η ξύλινη σκάλα, που οδηγούσε από το ισόγειο στο μεσακό πάτωμα. Από εκεί μία ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο επάνω επίπεδο.
Το πάχος της τοιχοποιίας είναι αρκετά μεγάλο. Στη βάση τους είναι 1,00 μ. ενώ στην κορυφή 0,70 μ. Αυτό γίνεται λόγω της κλιμακωτής απομείωσης του πάχους των τοιχοποιιών στο εσωτερικό, στο ύψος του παταριού του μηχανισμού κίνησης.
Το ύψος του λιθόδμητου πύργου του μύλου είναι περίπου 5 μ. Σε αυτό το ύψος βρισκόταν και ο οριζόντιος άξονας του ανεμοτροχού (αξόνι) και εκεί εδραζόταν η κωνική ξύλινη στέγη του μύλου, η κουκούλα.
Τα ανοίγματα είναι περιορισμένα σε αριθμό, έχοντας τις απολύτως αναγκαίες διαστάσεις.
Τα θυρώματα ήταν κατασκευασμένα από μεγάλα λαξευμένα πελέκια και έφεραν ολόσωμο οριζόντιο πρέκι.
Τα μικρά παράθυρα ήταν συνήθως στο ύψος του παταριού του μηχανισμού κίνησης και άλεσης.
Οι διαστάσεις τους ήταν περιορισμένες και η κατασκευή τους όχι ιδιαίτερα επιμελημένη. Εντός του χώρου του μύλου διακρίνονται επίσης εσοχές στους τοίχους, μικρά ντουλάπια, όπου ο μυλωνάς τοποθετούσε διάφορα αντικείμενα.
Η θεμελίωση του πύργου ήταν αρκετά ισχυρή, συνήθως πάνω σε βραχώδες πέτρωμα της κορυφογραμμής η της πλαγιάς.
Τα θεμέλια συνήθως έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τις υπερκείμενες τοιχοποιίες οι οποίες είναι δομημένες από τοπικούς αργούς λίθους με στοιχειώδη επεξεργασία των ορατών παρειών. Το συνδετικό υλικό, αποτελείτο μόνο από λάσπη με νερό και χώμα της περιοχής και μόνο τα επιχρίσματα σε ορισμένες περιπτώσεις περιέχουν αστρακάσβεστο.
-
Μετά το τέλος της κατασκευής του λιθόδμητου πύργου, τη κατασκευή των ξύλινων πατωμάτων και της σκάλας, καθώς και τη τοποθέτηση του αλεστικού μηχανισμού (μυλόπετρες, αξόνι, ρόδα κ.τ.λ.), άρχιζε η δόμηση της στέγης η οποία είχε κωνικό σχήμα.
Στέγη – Κωνικό Σχήμα
Κατασκευαζόταν με ξύλινο σκελετό, ο οποίος αποτελείτο από ξύλινα μικρά δοκάρια. Μετά την τοποθέτηση του σκελετού των καδρονιών, ο αριθμός των οποίων είχε σχέση με το πάχος τους αλλά και με το μέγεθος της διαμέτρου του πύργου, επακολουθούσε η τοποθέτηση της επικάλυψης.
Στην κινητή βάση της στέγης, προς την εξωτερική πλευρά, άνοιγαν οι μυλομαραγκοί λοξές φωλιές, σε απόσταση μεταξύ τους έως 0,40 μ. και εκεί προσάρμοζαν τις κάτω άκριες των καδρονιών. Οι επάνω άκριες τους συνέκλιναν προς το κεντρικό σημείο, δηλαδή την κορυφή του κώνου. Εκεί τα ξύλα στερεώνοντο στον παπά, ένα ισχυρό, κατακόρυφα τοποθετημένο, κυκλικής διατομής ξύλο. Επάνω σε αυτά τοποθετούσαν το πέτσωμα, που το αποτελούσαν ξύλινες σανίδες. Η επικάλυψη γινόταν παλαιότερα από ψάθες, αργότερα από μεταλλικά φύλλα λαμαρίνας. Στην κορυφή της κουκούλας δέσποζε ο τρουλλίτης ή πετεινός, ένας ξύλινος ή μεταλλικός ανεμοδείκτης.
-
-
Ο τύπος του μονόκαιρου μύλου είχε πεταλόσχημη κάτοψη, την οποία αποτελούσε ένα ημικυκλικά δομημένο τμήμα και τρεις ευθείες πλευρές, από τις οποίες οι δύο αντικριστές μακρές πλευρές ήταν παράλληλες ή ελαφρώς αποκλίνουσες προς την πλευρά του μηχανισμού. Το κτίσμα ήταν λιθόδμητο και στεγαζόταν με δώμα, στο οποίο έδιναν κλίση προς την ευθεία, στενή πλευρά, όπου διαμορφωνόταν η θύρα εισόδου. Η είσοδος βρισκόταν σε έναν διαμήκη νοητό άξονα με τη φτερωτή και τον αλεστικό μηχανισμό.
Η ημικυκλική πλευρά του κτίσματος ήταν πάντοτε προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση των πνεόντων ανέμων, δηλαδή στην περίπτωση της περιοχής του Ηρακλείου συνηθέστατα προς τα βόρεια – βορειοδυτικά. Το πάχος των τοιχοποιιών ήταν συνήθως 0,80 μ. περίπου. Είχαν ένα τουλάχιστον παράθυρο. Γενικώς οι μονόκαιροι ανεμόμυλοι είχαν απλούστερη κτηριακή δομή και απλούστερο σύστημα στον μηχανισμό δέσμευσης και μετάδοσης της κίνησης από ό,τι είχαν οι στρογγυλοί. Στοίχιζαν επομένως λιγότερα χρήματα ενώ διέθεταν στο εσωτερικό τους περισσότερο ωφέλιμο χώρο.
-
Μηχανισμός Κίνησης
Οι μηχανισμοί και των δύο τύπων ανεμόμυλων ήταν κατασκευασμένοι στο σύνολο τους από σκληρό ξύλο. Ειδικά τα εξαρτήματα εκείνα στα οποία ασκούνταν μεγάλες τριβές ήταν κατασκευασμένα από σκληρά και άκαμπτα αγριόξυλα.Γενικά δυο είναι οι βασικοί μηχανισμοί λειτουργίας του ανεμόμυλου:
- Ο μηχανισμός Κίνησης
- Ο μηχανισμός Άλεσης
Μηχανισμός Άλλεσης
Μηχανισμός Άλλεσης
-
Σε γενικές γραμμές λειτουργία του ανεμόμυλου μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
Στην άκρη του οριζόντιου άξονα του μύλου υπάρχει η φτερωτή που αποτελείται συνήθως από 10 ξύλινα δοκαράκια ακτινωτά τοποθετημένα και κάθετα στον άξονα, όπου αναπτύσσονται τα τριγωνικά πανιά από καραβόπανο.
Η κίνηση του ανέμου ενεργοποιεί τα πτερύγια που θέτουν σε κίνηση τον άξονα.
Ο άξονας πατά πάνω σε δύο κατάλληλα διαμορφωμένες υποδοχές.
Ένα ξύλινο γρανάζι, διαμέτρου περίπου 2 μέτρων είναι προσαρμοσμένο κάθετα στον άξονα και περιστρέφεται μαζί με αυτόν.
Η μετάδοση της κίνησης στην πάνω μυλόπετρα γίνεται από ένα κατακόρυφο άξονα, που το κάτω μέρος του στηρίζεται στο πατάρι του μύλου και ανεβοκατεβαίνει με μια μανιβέλα ανάλογα με το πόσο ψιλό αλεύρι θέλει ο μυλωνάς.
Ο κατακόρυφος άξονας έχει ενσωματωμένο ένα ξύλινο κυλινδρικό γρανάζι με 12 (τις περισσότερες φορές) δόντια, που λέγεται φανάρι ή ανέμη.
Το άλεσμα γίνεται από τις μυλόπετρες. Η κάτω μυλόπετρα είναι σταθερή ενώ η πάνω περιστρέφεται.
Πάνω από τις μυλόπετρες υπάρχει κρεμασμένο από τη σκεπή ένα ξύλινο κιβώτιο σε αντεστραμένο πυραμιδοειδές σχήμα η «κοφινίδα».
Ο καρπός αδειάζει από την «κοφινίδα» στο άνοιγμα στο κέντρο της πάνω μυλόπετρας και απλώνεται ανάμεσα στις μυλόπετρες και γίνεται αλεύρι.
ΑΝΤΛΗΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ
Ο αντλητικός ανεμόμυλος τύπου Οροπεδίου Λασιθίου που συναντιέται επίσης στην ευρύτερη περιοχή της Πεδιάδας και των Μαλίων, είναι μια μοναδική και ιδιαίτερη κατασκευή και αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα εφαρμογής παραδοσιακής τεχνολογίας, προσαρμοσμένης στις τοπικές ανάγκες άρδευσης μιας αγροτικής κοινωνίας. Η λιτή αλλά ευφυής του κατασκευή σε συνδυασμό με την οικολογική του λειτουργία, τον καθιστά πρότυπο συστήματος άντλησης που αξίζει να διασωθεί και να αξιοποιηθεί και στις σύγχρονες εφαρμογές βιώσιμης γεωργίας.
Εφευρέτης του πρώτου ξύλινου ανεμόμυλου ήταν ο λασιθιώτης ξυλουργός Εμμανουήλ Παπαδάκης από το Ψυχρό, ο επονομαζώμενος «Σπιρτοκούτης» ο οποίος συνδύασε τον κινητικό μηχανισμό του με την κλασική αναρροφητική αντλία. Οι πρώτοι αντλητικοί ανεμόμυλοι βασίζονταν στην τεχνογνωσία των ανεμόμυλων για τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας του ανέμου σε μηχανική, ήταν κτιστοί και λειτουργούσαν σε μία κατεύθυνση του αέρα (μονόκαιροι).
Ο «Σπιρτοκούτης» ήταν αυτός που εισήγαγε το βοηθητικό μηχανισμό περιστροφής του άξονα του μύλου προς την κατεύθυνση του ανέμου. Ο εκσυγχρονισμός και η εξέλιξή του στη σημερινή μορφή οφείλεται σ’ ένα μαθητή του «Σπιρτοκούτη», τον Στέφανο Μαρκάκη από το χωριό Φαρσάρω, γνωστό και ως Μαρκοστεφανή. Οι καινοτομίες που εισήγαγε ήταν πολλές. Αντικατέστησε τον κτιστό πέτρινο σκελετό με σιδερένια κατασκευή, προσέθεσε το «τιμόνι», την τριγωνική επιφάνεια από λεπτή λαμαρίνα στην ουρά του μύλου, η οποία τον διατηρούσε σταθερά προς την κατεύθυνση του ανέμου και βελτίωσε την αναρροφητική αντλία.
Αποκλειστικός σκοπός του αντλητικού ανεμόμυλου είναι η Άντληση υπόγειου νερού από πηγάδια για άρδευση των καλλιεργειών. Χρησιμοποιεί την αιολική ενέργεια για να περιστρέφει ένα σύστημα αντλίας με παλινδρομική κίνηση.
Τα Βασικά Μηχανικά και Δομικά Στοιχεία του αντλητικού ανεμόμυλου είναι:
α. Μεταλλικός ή ξύλινος ιστός (κατάρτι)
- Ύψος: Συνήθως 4–6 μέτρα.
- Υλικό: Αρχικά ξύλο, αργότερα σιδηροσωλήνες ή γαλβανισμένος χάλυβας.
Εδράζεται στο έδαφος με βάση από τσιμέντο, παλαιότερα σε πέτρα.
ΑΝΤΛΗΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ
β. Πτερύγια (φτερά ή πανιά)
- Συνήθως 8 έως 12 μεταλλικά ή ξύλινα ακτινωτά μπράτσα (ακτίνες).
- Στα πτερύγια εφαρμόζεται τριγωνικού σχήματος λευκό βαμβακερό ή λινό ύφασμα.
- Διάμετρος: 4–8 μέτρα.
- Οι πτέρυγες περιστρέφονται γύρω από τον οριζόντιο άξονα και είναι σχεδιασμένες να ακολουθούν τον άνεμο ανεξαρτήτως κατεύθυνσης.
γ. Άξονας περιστροφής (κεντρικός άξονας)
- Οριζόντιος, συνδεδεμένος με το σύστημα μετάδοσης της κίνησης.
- Μεταφέρει την περιστροφική κίνηση στις αντλίες.
δ. Αντλία (έμβολο / μηχανισμός άντλησης)
- Βρίσκεται στο πηγάδι
- Μετατρέπει την περιστροφική κίνηση σε παλινδρομική μέσω γραναζιού ανυψώνοντας το νερό.
- Συνήθως πρόκειται για έμβολο με βαλβίδες που δημιουργούν πίεση κατά την ανοδική κίνηση.
ε. Δεξαμενή ή αυλάκι απορροής
- Το νερό που αντλείται διοχετεύεται σε αυλάκια για άμεση άρδευση ή μικρές υπερυψωμένες στέρνες για αποθήκευση.
Ορισμένοι αντλητικοί ενεμόμυλοι φέρουν μηχανισμό αυτοπροσανατολισμού, που στρέφει τα φτερά προς την κατεύθυνση του ανέμου.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ
Ο πλούτος σε αγροτικά προιόντα των περιοχών που δεν διέθεταν νερό για κινητήρια δύναμη απαιτούσε την ύπαρξη των αναγκαίων παραδοσιακών παραγωγικών χώρων για την επεξεργασία των προϊόντων τους. Έτσι η κατασκευή των αλεστικών ανεμόμυλων σε κατάλληλους χώρους ήταν μονόδρομος. Η επιλογή της τοποθεσίας εγκατάστασης των ανεμόμυλων βασιζόταν:
• Στην διαθεσιμότητα ισχυρών και σταθερών ανέμων (ιδίως βόρειοι άνεμοι).
• Στην εγγύτητα σε περιοχές παραγωγής σιτηρών ή γεωργικής δραστηριότητας.
• Στην δυνατότητα εποπτείας της γύρω περιοχής.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα σωστής χωροθέτησης στην ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου παρατηρούνται στο λόφο του Αρχάγγελου στην Πεδιάδα, στον αυχένα βορειοανατολικά του Μοχού και στην κορυφογραμμή νότια του Χαρασού, όπου οι ανεμόμυλοι σχηματίζουν εντυπωσιακά συμπλέγματα προσαρμοσμένα στην κατεύθυνση των ανέμων.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ
Οι ανεμόμυλοι δεν ήταν απλώς εργαλεία παραγωγής αλλά σημεία κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ενσωματώνονται στη συλλογική μνήμη, τη μουσική, τη λογοτεχνία και την τέχνη του παραδοσιακού τρόπου ζωής και αποτελούν σύμβολο της δημιουργικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ
Η σημερινή κατάσταση διατήρησης των ανεμόμυλων στην περιοχή του Ηρακλέιου είναι σχετικά απογοητευτική:
- Οι περισσότεροι, ιδίως αυτοί που βρίσκονται σε δύσβατα σημεία μακρυά από οικισμούς, έχουν εγκαταλειφθεί ή καταρρεύσει λόγω του χρόνου και της εγκατάλειψης της παραδοσιακής γεωργίας.
- Ορισμένοι που βρίσκονται σε προσβάσιμα σημεία έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία και έχουν αναστηλωθεί από τους δήμους η πολιτιστικούς συλλόγους με κρατικά ή ευρωπαϊκά προγράμματα.
Συνολικά παρά την ύπαρξη μεμονωμένων ιδιωτικών η συλλογικών πρωτοβουλιών, απουσιάζει ένα συνολικό θεσμικό πλαίσιο προστασίας και ανάδειξης τους.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Η αναστήλωση και ένταξη των ανεμόμυλων σε σύγχρονες μορφές τουριστικής και πολιτιστικής αξιοποίησης αποτελεί βασική πρόκληση και ευκαιρία.
Προτεινόμενες στρατηγικές στο πλαίσιο της βιώσιμης τουριστικής ανάπυξης που ενισχύει την τοπική οικονομία και συμβάλλει στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
- Δημιουργία θεματικών διαδρομών («Δρόμοι των Μύλων»).
- Ανάπτυξη αγροτουριστικών μονάδων σε γειτνίαση με αναστηλωμένους μύλους η συγκροτήματα υπολειμμάτων ανεμόμυλων.
- Ενίσχυση προγραμμάτων πολιτιστικού τουρισμού με εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
- Χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ, Leader και λοιπών ευρωπαϊκών εργαλείων.
Οι ανεμόμυλοι της ευρύτερης περιοχής του Ηρακλείου και ειδικά αυτοί που σε ομάδες συγκροτούν τα σημαντικότερα «μυλοτόπια», αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της τεχνικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας της αγροτικής ενδοχώρας της ΠΕ Ηρακλέιου. Η τεχνική τους, η αρχιτεκτονική φυσιογωμία και η προσαρμογή στο περιβάλλον και το τοπίο αναδεικνύουν τη σημασία τους ως παραδείγματα βιώσιμης παραδοσιακής τεχνολογίας. Η ανάδειξή τους, η διατήρησή τους και η ενσωμάτωσή τους σε σύγχρονες στρατηγικές τοπικής ανάπτυξης συνιστούν μια πρόκληση που μπορεί να μετατραπεί σε σημαντική ευκαιρία.